Η Λέσβος 2 εκατομμύρια πρίν απο σήμερα

Προβοσκιδωτά

Ένας μακρυνός πρόγονος των ελεφάντων έζησε πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια στα Βατερα: το μαστόδοντο Anancus arvernensis. Παρόλο που αυτό το ζώο μοιάζει με σαν ένα ελέφαντα με μακριούς και ευθείς χαυλιόδοντες, δεν σχετίζεται άμεσα με αυτούς. Τα δόντια του δεν έχουν την τυπική μορφή των ελασμάτων που παρατηρούνται στους ελέφαντες και τα μαμούς, αλλά έχουν υβόματα. (βουνοδοντικά). Το Anancus ήταν ένα ζώο που έτρωγε φύλλα, καρπόυς, ρίζες που έβρησκε στα δάση. Ήταν ένα μεγάλο ζώο, γύρω στα 3 μέτρα ύψος και τέσσερα μέτρα ύψος. Οι χαυλιόδοντές του μερικές φορές είχαν το ίδιο μήκος με το σώμα του.

Ένας άλλος συγγενής του ελέφαντα που έζησε στα Βατερα, ήταν το μαμούθ Mammuthus meridionalis. Όπως όλοι οι ελέφαντες, έτσι και τα μαμούθ είχαν δόντια με παράλληλα ελάσματα, τα οποία είναι ιδανικά για μάσηση χόρτου.

Αιλουροειδή

Δύο ή τρία είδη μεγάλων αιλουροειδών έζησαν στα Βατερά δύο εκατομμύρια χρόνια πριν  από σήμερα. Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποια ήταν ακριβώς τα είδη των αιλουροειδών, διότι τα οστά που βρέθηκαν ήταν πολύ σπασμένα και ελλιπή. Τα μεγαλύτερα οστά πιθανόν να ανήκουν στον μαχαιρόδοντα  Homotherium latidens, τα μεσαίου μεγέθους στο Megantereon cultridens, και τα μικρότερα στον λίγκα Lynx issiodorensis.
Το Homotherium ήταν μεγάλο σαν το σημερινό λιοντάρι. Οι κυνόδοντές του ήταν πριονωτοί στις άκρες. Το  Homotherium ήταν σχετικά λεπτοκαμωμένο και είχε μια κοντή ουρά. Το Megantereon ήταν αρκετά μικρότερο, έχοντας περίπου το μέγεθος μιας σημερνής λεοπάρδαλης. Τα δόντια του είχαν λείες άκρες. Τα άκρα του Megantereon και ειδικά τα μπροστινά του πόδια ήταν ιδιαίτερα εύρωστα. Αν και μικρότερο, ήταν σχετικά πιο εύρωστο και δυνατότερο από το Homotherium.
Ένα πολύ μικρότεριο αιλουροείδές έζησε στα δάση, το οποίο έμοιαζε με τους σημερινούς λίγκες.

Ελάφια

Το δάσος των Βατερών, δύο εκατομμύρια χρόνια πριν ήταν η κατοικία του ελαφιού Metacervoceros rhenana (επίσης γνωστό και ως Cervus philisi).
Αυτό το ελάφι είχε το μέγεθος ενός μικρού ελαφιού.
Τα κέρατα του ήταν απλάμε μία μόνο διχαλωτή άκρη.
Στα Βατερά, δύο εκατομμύρια χρόνια πριν έζησε και ένα μικρό ελάφι, το Croizetoceros ramosus.
Αυτό το Croizetoceros είχε ύψος ώμου 1 m και ιδιαίτερα πολύπλοκα κέρατα- ειδικά αν συγκριθεί με του μειοκαινικούς συγγενείς του-. Αυτά τα κέρατα  είχαν το σχήμα λύρας, με τρεις έως πέντε κλάδους να βρίσκονται σε ορθή γωνία με τον κύριο κλάδο. Το Croizetoceros είναι ο πρώτος αντιπρόσωπος των σύγχρονων ελαφιών, καθώς όλα τα αρχαιότερα ελάφια είχαν δύο ή τρεις κλάδους.
Το Metacervoceros και το Croizetoceros είναι και τα δύο σύγχρονου τύπου ελάφια (Cervidae). Τα Cervidae  είναι λεπτοκαμωμένα αρτιοδάκτυλα με μακριά πόδια, καφετί τρίχωμα που μερικές φορές φέρει λευκά σημάδια. Τα νεαρά μόλις γεννηθούν κρύβονται μέσα στα χόρτα. Κάτι τέοιο πρέπει να συνέβαινε και στα Βατερά δύο εκατομμύρια χρόνια πριν.
Τα σύγχρονα ελάφια έχουν κέρατα τα οποία πέφτουν κάθε χρόνο για να αναπτυχθούν ξανά την επόμενη χρονιά. Τέτοια κέρατα βρίσκονται αρκετά συχνά σαν απολιθώματαΤο δόντια των ελαφιών είναι σεληνοδοντικού και βραχυοδοντικού ή μέτρια υψοδοντικού τύπου, κάτι που τα κάνει εξαιρετικά για τη μάσηση φύλλων. Τα ελάφια είναι μηρυκαστικά, που σημαίνει ότι πρώτα τρώνε γρήγορα, και μετά ξαναμασάνε την τροφή με την ησυχία τους.

 

Αντιλόπες και Γαζέλες

Δύο εκατομμύρια χρόνια πριν, ορισμένα είδη γαζέλας, ένα είδος αντιλόπης και ένα είδος βοδιού έζησαν στα Βατερά.
Υπήρχαν δύο είδη γαζελών, μια μικρή και μία μεγάλη (Gazella borbonicaGazella bouvrainae), καθώς και μια μεγαλύτερη (Gazella aegaea). Οι γαζέλες εξαφανίσθηκαν από τη δυτική Ευρώπη πριν το τέλος Πλειόκαινου, όμως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έζησαν μέχρι και το τέλος του Πλειοκαίνου με διάφορα είδη, όπως φαίνεται και στην περίπτωση των Βατερών. Οι γαζέλες είναι οπληφόρα ζώα με λεπτό σώμα και μακριά  και λεπτά πόδια. . Γαζέλες του γένους Gazella ζούνε σήμερα στην Αφρική, Ινδία και Μέση Ανατολή.
Η αντιλόπη (Gazellospira torticornis) των Βατερών ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις γαζέλες. Είχε σπειροειδή κέρατα, τα οποία είχαν μια αριστερόστροφή στρέψη. Αυτή η αντιλόπη ήταν συνήθης από την  Ευρώπη έως την Κίνα και έχει βρεθεί σε πολλές άλλες ελληνικές θέσεις πλην των Βατερών. Η Gazellospira εξαφανίσθηκε στο Πλειστόκαινο, σε αντίθεση με την Gazella, που ζει ως τις μέρες μας. Οι αντιλόπες με σπειροειδή κέρατα (Tragelaphini) που ζούνε σήμερα, δεν σχετίζονται με την Gazellospira.
Ορισμένα σπάνια δείγματα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε και ένα είδος βοδιού στα Βατερά.
Πρόκειται πιθανό για κάποιο είδος του γένους Leptobos.
Το Leptobos δεν ήταν ρωμαλέο σαν τις σημερινές αγελάδες και Βίσονες, αλλά μικρό κει λεπτοκαμωμένο. Κάτι σαν τον σημερινό άγριο Βίσονα της Ασίας, Bos gaurus. Το Leptobos των Βατερών είναι λίγο μεγαλύτρο από αυτό του Saint Vallier (Γαλλία).

Καμηλοπαρδάλεις

Στη πεδιάδα των Βατερών δύο εκατομμύρια χρόνια πριν έζησε ένα είδος καμηλοπάρδαλης, το Mitilanotherium inexpectatum. Ήταν μικρή, σε σχέση με τη σημερινή καμηλοπάρδαλη, και ο λαιμός της δεν ήταν πολύ μακρύς.
Η σημερινή καμηλοπάρδαλη, έχει μακριά πόδια, μακρύ λαιμό και στικτό δέρμα. Οι πρώτες καμηλοπαρδάλεις είχαν κοντό λαιμό και πόδια ενώ για το τρίχωμά τους δεν ξέρουμε τίποτα. Το δέρμα τους ίσως να ήταν με ραβδώσεις όπως, το σημερινό οκάπι, ο μόνος ζωντανός συγγενής της σημερινής καμηλοπάρδαλης. Τυπικό χαρακτηριστικό των καμηλοπαρδάλεων είναι η παρουσία οστέινων σχηματισμών στο κεφάλι τους. Αυτά τα ‘κέρατα’ ονομάζονται ossicones και διαφέρουν σημαντικά από τα πραγματικά κέρατα των βοοειδών και τα (κέρατα) των ελαφιών. Σχηματίζονται στο δέρμα και αργότερα ενώνονται με το κρανίο..

Άλογα

Στις ανοιχτές εκτάσεις των Βατερών πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια ζούσε ένα είδος άγριου αλόγου, ο στενόνιος ίππος (Equus cf. stenonis). Αυτός ο ίππος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο ο σημερινός οικόσιτος ίππος, είχε λεπτοκαμωμένα πόδια και μακριά μουσούδα. Πιθανότα είχε μια ανορθωμένη χαίτη, όπως οι σημερινές ζέβρες, και ρίζες στα άκρα και την πλέτη του. Μερικά είχαν ύψος ώμου 155 cm.

Οι ίπποι είναι ζώα με περιττό αριθμό δακτύλων (Περισσοδάκτυλα), και συγγενεύουν με τους ταπήρους και τους ρινόκερους. Ο οικόσιτος ίππος (Equus caballus) είναι μέλος της οικογένειας των ίππων, όπως είναι ό όνος, δηλαδή το γαϊδούρι (Equus asinus), οι ζέβρες (Equus burchelli, E. grevyi, E. zebra) aκαι οι άγριοι όνοι (Equus hemionus) της Ασίας. Τα περισσοδάκτυλα εμφανίσθηκαν στο Παλαιόκαινο, κάπου 10 εκατομμύρια χρόνια μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Οι τάπηροι και οι ρινόκεροι προσαρμόστηκαν στην διαβίωση στο δάσος ενώ οι ίπποι σταδιακά πέρασαν στις ανοιχτές πεδιάδες με χόρτο.

Για το σκοπό αυτό δύο κύριες εξειδικεύσεις έπρεπε να πραγματοποιηθούν. Πρώτα, οι ίπποι έπρεπε να αναπτύξουν έναν ταχύτερο κινητικό μηχανισμό από ότι οι προγονοί τους ώστε να ξεφεύγουν από τους εχθρούς τους. Στο ανοιχτό περιβάλλον τα ζώα εντοπίζονται εύκολα από τα σαρκοφάγα, και επιπλέον, δεν υπάρχει η δυνατότητα να κρυφτούν όπως στο δάσος. Έτσι τα ιπποειδή ανέπτυξαν έναν κινητικό μηχανισμό που χαρακτηρίζεται από ελάττωση των δακτύλων –από τρία δάκτυλα (Eohippus) στο ένα δάκτυλο (Equus) –, επιμήκυνση των άκρων, και οπληφόρα βάδιση – δηλαδή με τις άκρες των δακτύλων τους. Οι ίπποι σταδιακά έγιναν εξειδικευμένοι δρομείς. Δεύτερον, έπρεπε να τρώνε χόρτα και όχι φύλλα. Τα χόρτα όμως είναι πολύ πιο σκληρά και οι ίπποι έπρεπε να αναπτύξουν δόντια ικανά για την μάσηση σκληρής τροφής. Αυτό έγινε με την ανάπτυξη πολύ υψηλών δοντιών (υψοδοντία) στους σύγχρονους ίππους τα οποία διαφέρουν από τα χαμηλά δόντια (βραχυδοντία), προσαρμοσμένα στην μάσηση μαλακών φύλλων, των προγόνων τους.
Η εξελικτική ιστορία της οικογένειας των ίππων δεν είναι ευθύγραμμη, όπως παρουσιάζεται αρκετά συχνά, αλλά θυσανοειδής. Έτσι, δεν είχαμε μια ευθύγραμμη εξέλιξη από το Eohippus στο Equus.Υπήρχαν πολλά παρακλάδια και κάποτε υπήρχαν πάρα πολλά είδη ίππων. 

Mαϊμούδες

Στα Βατερά, δύο εκατομμύρια χρόνια πριν, έζησε ένα είδος γιγαντιαίου μακάκου, ο παραδολιχοπίθηκος (Paradolichopithecus arvernensis). Αυτή η μαϊμού ήταν μεγάλη όσο οι σημερινοί μεγάλοι βαβουίνοι (Papio ursinus). Όμως τι κάνει τόσο σπουδαία αυτή τη μαϊμού; Όχι το μέγεθός της, κι ας ήταν εντυπωσιακό για μακάκο, αλλά ο τρόπος ζωής της. Ο παραδολιχοπίθηκος ζούσε κατά ένα μέρος στις πεδιάδες και κατά ένα μέρος στο δάσος. Η κατοικία του βρισκόταν στα όρια του δάσους με τη σαβάνα. Ο παραδολιχοπίθηκος μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δένδρα όμως περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του περπατώντας στη πεδιάδα στα δύο του πόδια (δίποδη βάδιση).
Αυτός ο τρόπος ζωής ήταν παρόμοιος με του Australopithecus afarensis, ενός μακρινού προγόνου μας, ο οποίος έζησε 3 με 4 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα στην Αφρική. Το Australopithecus afarensis είναι γνωστό από δύο σχεδόν πλήρεις σκελετούς, ενός θηλυκού  (Lucy, .ή AL-288) και ενός νεαρού (Selam, ή DIK-1-1). Το Australopithecus καλείται και αρχαϊκό ανθρωποειδές, διότι ο εκγέφαλός του, τα σαγώνια του, ο ώμος του, τα χέρια του, οι κοπτήρες του και το υοειδές οστό -ένα μικρό κόκαλο στον λαιμό- μοιάζουν περισσότερο με αυτά του γορίλα και του χιμπατζή παρά με αυτά του δικού μας γένους, του Homo. Το ίδιο ισχύει και με τη μορφή των καναλιών του αυτιού του: είναι παρόμοια με αυτά του χιμπατζή. Μέσα σε αυτά τα κανάλια υπάρχει ένα υγρό που χρησιμοποιείται για την ισορροπία του σώματος κατά τη βάδιση. Το Australopithecus μπορούσε ακόμη να σκαρφαλώνει σε δένδρα, μπορούσε όμως να περπατά και στα δύο του πόδια, πολύ καλύτερα από τους χιμπατζήδες. Το  Australopithecus είχε και ορισμένους χαρακτήρες, οι οποίοι το διαφοροποιούν από τους μεγάλους αφρικανικούς πιθήκους: οι κυνόδοντές του είναι μικροί και οι γομφίοι του και η κνήμη του είναι περισσότερο ανθρωπόμορφοι.  Οι μορφολογία του αστραγάλου και της πτέρνας είναι ενδιάμεση μεταξύ των αφρικανικών πιθήκων και των σύγχρονων ανθρώπων.

Νυκτερευτής

Ο νυκτερευτής των Βατερών (Nyctereutes megamastoides) ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον νυκτερευτή που ζει σήμερα (Nyctereutes procyonoides). Δύο εκατομμύρια χρόνια πριν οι νυκτερευτές ζούσαν σε όλη την Ευρασία. Εξαφανίσθηκαν από την Ευρώπη όταν εμφανίσθηκε ο λύκος (Canis), λίγο πριν το τέλος του Πλειοκαίνου. Αυτό σημαίνει ότι στην Ευρώπη οι θέσεις με απολιθώματα λύκων είναι νεότερες από τις θέσεις με απολιθώματα νυκτερευτών. Σήμερα στην ανατολική Ασία ζει το είδος (Nyctereutes procyonoides). Τον περασμένο αιώνα εισήχθησαν νυκτερευτές στην δυτική Ρωσία για το εμπόριο γούνας. Αυτοί οι νυκτερευτές εξαπλώθηκαν γρήγορα και σήμερα το είδος έχει φτάσει ως την Ολλανδία, τη Βουλγαρία και τη Φιλανδία.
Ο νυκτερευτής είναι ένα μέλος της οικογένεια των Canidae, η οποία περιλαμβάνει τους σκύλους, τους λύκους και τις αλεπούδες. Η εξελικτική γραμμή των νυκτυρευτών εμφανίσθηκε στο τέλος του Μειοκαίνου, 5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα.

Χελώνες

Στα Βατερά βρέθηκαν ελάχιστα απολιθώματα ερπετών, όμως τα λίγα που βρέθηκαν ήταν εντυπωσιακά: Ανήκουν σε μια γιγάντια χελώνα (cf. Cheirogaster aff. schafferi), η οποία ήταν τόσο μεγάλη όσο και ένα αυτοκίνητο VolksWagen. Το καβούκι της ήταν σχεδόν δύο μέτρα μακρύ! Στην πίσω αυτή του Μουσείου μπορείτε να δείτε μια αναπαράσταση σε φυσικό μέγεθος αυτού του ζώου. Η χελώνα των Βατερών ήταν μία από τις μεγαλύτερες χελώνες που έζησαν ποτέ.
Όμως βρέθηκαν και τα λείψανα μικρών χελωνών (Testudo graeca ibera). Πρόκειται για ένα σχεδόν πλήρες καβούκι που βρίσκεται στον εκθεσιακό χώρό του Μουσείο. Απολιθώματα αυτής της χελώνας βρέθηκαν και άλλες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Μακεδονία, Πελοπόννησος, Κρήτη) ενώ το είδος εξακολουθεί να ζει και σήμερα.
Υπάρχουν χελώνες που ζουν στη ξηρά και χελώνες που ζουν στη θάλασσα. Από τα οστά τους και τα καβούκια τους μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τις δύο μορφές. Οι περισσότερες χελώνες της ξηράς είναι φυτοφάγες και τρέφονται με χόρτα, φύλλα, άνθη και καρπούς. Δεν έχουν δόντια, αλλά οι σιαγώνες τους έχουν ένα κεράτινο κάλυμμα με οξύληκτες άκρες. Αυτό δίνει την εντύπωση ενός ράμφους.
Οι χελώνες προστατεύονται από ένα καβούκι το οποίο αποτελείται από πολυάριθμες οστέινες πλάκες. Το πάνω μέρος καλύπτει την πλάτη, ενώ το κάτω μέρος την κοιλιά. Το οστέινο καβούκι καλύπτεται από κεράτινες πλάκες. Το οστέινο τμήμα από τα καβούκια των χελωνών απολιθώνονται όπως και τα υπόλοιπα οστά.

Ρινόκερος

Ο ετρουσκικός ρινόκερος (Stephanorhinus etruscus) κατοικούσε στα δάση γύρω από τα Βατερά δύο εκατομμύρια χρόνια πριν Αυτός ο ρινόκερος ήταν μικρός και είχε σχετικά μακριά πόδια. Είχε δύο κέρατα:  ένα μεγάλο στη μύτη του και ένα μικρότερο στο μέτωπο του. Ο ετρουσκικός ρινόκερος έτρωγε φύλλα, οπότε τα δόντια του ήταν βραχυοδοντικού τύπου χωρίς περίπλοκο σχήμα.
Οι ρινόκεροι είναι ζώα με περιττό αριθμό δακτύλων (περισοδάκτυλα), και μακρινοί συγγενείς των αλόγων (Equidae). Σήμερα υπάρχουν ρινόκεροι με δύο κέρατα (στην Αφρική και Ασία) και ρινόκεροι με ένα κέρατο (στην Ασία), αλλά όλοι τους κινδυνεύουν από εξαφάνιση, λόγω του παράνομου κυνηγιού και του περιορισμού των δασών. Οι σημερινοί ρινόκεροι με δύο κέρατα είναι ο λευκός ρινόκερος (Ceratotherium) και ο μαύρος ρινόκερος (Diceros) της Αφρικής και ο τριχωτός ρινόκερος (Dicerorhinus) της Σουμάτρας. Ο λευκός και μαύρος ρινόκερος της Αφρικής συγγενεύουν μεταξύ τους. Ο τριχωτός ρινόκερος της Σουμάτρας συγγενεύει με τον μαλλιαρό ρινόκερο  Coelodonta antiquitata  του Πλειστοκαίνου και τον ετρουσκικό ρινόκερο (Stephanorhinus etruscus) του Πλειοκαίνου.
Οι σύγχρονοι ρινόκεροι με ένα κέρατο είναι ο ινδικός ρινόκερος (Rhinoceros unicornis), από τον οποίο ονομάσθηκε ολόκληρη η οικογένεια, και ρινόκερος της Ιάβας (Rhinoceros sondaicus). Αυτοί οι ρινόκεροι δεν σχετίζονται άμεσα με τον ρινόκερο των Βατερών.

Σημαντικές Πληροφορίες

Το μουσείο είναι προσωρινά κλειστό λόγω του καταστροφικού σεισμού της 6/12/2017

Ekpa logo with white text