Η πανίδα της Λέσβου
Η Λέσβος είναι ένα από τα πλουσιότερα και σημαντικότερα νησιά της Ελλάδας όσον αφορά στην πανίδα, παρουσιάζοντας μεγάλη βιοποικιλότητα. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη γεωγραφική της θέση, εφόσον βρίσκεται πολύ κοντά στη Μικρά Ασία. Επίσης η Λέσβος διαθέτει μεγάλη ποικιλία οικοσυστημάτων και σε ικανοποιητική κατάσταση, στα οποία περιλαμβάνονται καλλιέργειες, υγρότοποι, καθώς και δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων. Η πανίδα του νησιού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και, λόγω της γειτνίασης με τη Μικρά Ασία, αποτελείται τόσο από ευρωπαϊκά όσο και από ασιατικά είδη. Είδη θηλαστικών όπως η Γαλιά ή Ασιατικός Σκίουρος Sciurus anomalus, ερπετών όπως η Οθωμανική Οχιά Montivipera xanthina, αλλά και πουλιών όπως ο Τουρκοτσοπανάκος Sitta krueperi ανήκουν σε εκείνα της μικρασιατικής χερσονήσου και η κατανομή τους στην Ελλάδα περιορίζεται μόνο στη Λέσβο. Στο νησί έχουν καταγραφεί 13 είδη χερσαίων θηλαστικών και 11 είδη νυχτερίδων, 5 είδη αμφιβίων και 21 είδη ερπετών. Πολύ σημαντική είναι και η ορνιθοπανίδα του νησιού, με την παρουσία αρκετών υγροτόπων σημαντικών για τα πουλιά, όπως ο Κόλπος της Καλλονής και της Γέρας, καθώς και η Αλυκή του Πολυχνίτου. Συνολικά στη Λέσβο έχουν παρατηρηθεί 325 είδη πουλιών. Τα τελευταία χρόνια η ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη και δόμηση, η διάνοιξη δρόμων, η αποξήρανση υγροτόπων, οι πυρκαγιές, η υπερβόσκηση ορισμένων περιοχών και το παράνομο κυνήγι αποτελούν κινδύνους που απειλούν την πλούσια πανίδα του νησιού. Η ανάγκη προστασίας, τόσο από τις αρμόδιες αρχές όσο και από όλους μας, είναι επιτακτική για τη διατήρηση αυτής της φυσικής κληρονομιάς.
Αμφίβια και Ερπετά της Λέσβου
Η ερπετοπανίδα της Λέσβου είναι εξαιρετικά πλούσια. Αποτελείται από πέντε είδη αμφιβίων, δύο είδη νεροχελωνών γλυκού νερού, δύο είδη στεριανών χελωνών, έξι είδη σαυρών και έντεκα είδη φιδιών. Από το νησί υπάρχει και μια μόνο αναφορά του Κυρτοδάκτυλου Cyrtopodion kotschyi, η οποία είναι αμφισβήτησιμη γιατί έχει βασιστεί μόνο στην παρουσία τεσσάρων αυγών που βρέθηκαν το 1893 και αποδόθηκαν σε αυτό το είδος. Η γεωγραφική θέση του νησιού έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία τόσο ευρωπαϊκών όσο και ασιατικών ειδών ερπετοπανίδας. Η Λέσβος, μαζί με μερικά ακόμα νησιά του Αιγαίου, αποτελούν το δυτικότερο όριο κατανομής για ορισμένα είδη όπως ο Οφίσωψ Ophisops elegans, το Θαμνόφιδο Eirenis modestus και η Οθωμανική Οχιά Montivipera xanthina, τα οποία έχουν ασιατική προέλευση. Τα δύο είδη στεριανών χελωνών που συναντώνται στη Λέσβο, η Ελληνική Χελώνα Testudo graeca και η Κρασπεδωτή Χελώνα Testudo marginata ανήκουν στο Παράρτημα ΙΙ της συνθήκης CITES που αφορά στη διαχείριση του διεθνούς εμπορίου ειδών της άγριας πανίδας. Τέσσερα από τα είδη των αμφιβίων και ερπετών του νησιού προστατεύονται με βάση το Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/EEC. Αυτά είναι: η Ελληνική Χελώνα Testudo graeca, η Στικτή Νεροχελώνα Emys orbicularis, η Γραμμωτή Νεροχελώνα Mauremys rivulata και το Σπιτόφιδο Elaphe situla.
Τα πτηνά της Λέσβου
Η Λέσβος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τους ορνιθολόγους. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά σημαντικότατο σταθμό κατά τις μετακινήσεις και τις μεταναστεύσεις των πουλιών. Οι βιότοποι του νησιού φιλοξενούν, μόνιμα ή εποχιακά, σπάνια είδη. Συνολικά στη Λέσβο έχουν παρατηρηθεί 325 είδη πουλιών. Τα πιο σημαντικά οικοσυστήματα για τα πουλιά στη Λέσβο είναι πιθανά οι υγρότοποι. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι οι δύο μεγάλοι κόλποι του νησιού, της Καλλονής και της Γέρας. Οι δύο αλυκές, της Καλλονής και του Πολυχνίτου, συγκεντρώνουν μεγάλη ποικιλία πουλιών, όπως και το ποτάμι της Σκάλας Ερεσσού. Το πλήθος των μικρών πηγών και χειμάρρων εξασφαλίζει επίσης σημαντική παρουσία νερού σε όλο το νησί. Τρεις περιοχές της Λέσβου ανήκουν στις προστατευόμενες περιοχές Natura 2000. Ο κόλπος της Καλλονής είναι μία από αυτές, εκεί συναντώνται 68 είδη πουλιών που ανήκουν στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΕC. Η δεύτερη περιοχή είναι ο κόλπος της Γέρας, το έλος Ντίπι και το όρος Όλυμπος, εκεί συναντώνται 4 είδη που ανήκουν στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΕC: ο Πορφυροτσικνιάς Ardea purpurea, ο Πελαργός Ciconia ciconia, η Καστανόχηνα Tadorna ferruginea και ο Μουστακοτσιροβάκος Sylvia rueppelli. Η τρίτη περιοχή είναι η δυτική χερσόνησος του νησιού που περιλαμβάνει και το απολιθωμένο δάσος στο Σύγρι. Σε αυτή την περιοχή συναντώνται 3 είδη πουλιών που ανήκουν στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΕC: ο Μουστακοτσιροβάκος Sylvia rueppelli, ο Τουρκοτσοπανάκος Sitta krueperi και το Σμυρνοτσίχλονο Emberiza cineracea. Τα βουνά του νησιού είναι επίσης πολύ σημαντικά για την ορνιθοπανίδα, τα βουνά γύρω από την Ερεσσό είναι το σημείο που συναντάμε το Σμυρνοτσίχλονο Emberiza cineracea.
Θηλαστικά της Λέσβου
Η Λέσβος παρουσιάζει μεγάλη βιοποικιλότητα σε είδη θηλαστικών. Για δύο είδη από αυτά, η Λέσβος αποτελεί το δυτικότερο άκρο εξάπλωσής τους. Πρόκειται για τη Γαλιά ή Ασιατικό Σκίουρο Sciurus anomalus και την Κηπομυγαλίδα της Λέσβου Crocidura lasia. Και τα δύο αυτά είδη δεν απαντώνται πουθενά αλλού στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παρά μόνο στη Λέσβο. Έξι είδη νυχτερίδων που ανήκουν στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 92/43/EEC συναντώνται στο νησί. Είναι οι: Μικρορινόλοφη Rhinolophus hipposideros, Τρανορινόλοφη Rhinolophus ferrumequinum, Βαλκανορινόλοφη Rhinolophus blasii, Οξυγναθομυωτίδα Myotis blythii, Τρανομυωτίδα Myotis myotis και Μακροπτερυγονυχτερίδα Miniopterus schreibersii.
Τα κυριότερα σημεία της πανίδας της Λέσβου
Τουρκοτσοπανάκος - Krüper’s Nuthatch Sitta krueperi Στην Ελλάδα δεν συναντάται πουθενά αλλού παρά μόνο στην Λέσβο. Προτιμά τα δάση της Τραχείας Πεύκης Pinus brutia. Είναι είδος που το καλοκαίρι χρειάζεται μόνιμη πηγή νερού, το οποίο γενικά είναι σπάνιο στους μεσογειακούς βιοτόπους, κι αυτό γιατί δεν μετακινείται σε μεγάλες αποστάσεις για τον σκοπό αυτό. Ο συνολικός πληθυσμός της Λέσβου έχει υπολογιστεί γύρω στα 50-100 ζευγάρια. Τρέφεται κυρίως με σπόρους κουκουναριών. Στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας έχει καταχωρηθεί στα σπάνια είδη. Σμυρνοτσίχλονο - Cinereous Bunting Emberiza cineracea Στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος πληθυσμός του είδους βρίσκεται στην δυτική Λέσβο. Έχει υπολογιστεί πως υπάρχουν από 100 μέχρι 250 ζευγάρια στο νησί. Λίγα ζευγάρια φωλιάζουν και στην Χίο, καθώς και στη Σκύρο. Είναι είδος ελάχιστα μελετημένο, το οποίο στη Λέσβο φωλιάζει σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές με φρύγανα. Τρέφεται με έντομα και δείχνει προτίμηση στα Ορθόπτερα (ακρίδες και γρύλους). Είναι είδος που προστατεύεται με βάση την Ελληνική αλλά και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας έχει καταχωρηθεί στα σπάνια είδη. Κηπομυγαλίδα της Λέσβου Crocidura lasia Στην Ευρώπη δεν συναντάται πουθενά αλλού παρά μόνο στη Λέσβο. Ζει σε θαμνώδεις περιοχές. Δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία της βιολογίας του. Στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας έχει καταχωρηθεί στα σπάνια είδη. Γαλιά - Persian Squirrel Sciurus anomalus Η Γαλιά ή Ασιατικός Σκίουρος δεν απαντάται πουθενά αλλού στην Ευρώπη παρά μόνο στη Λέσβο, η θέση της οποίας συμπίπτει με το δυτικότερο σημείο εξάπλωσής του. Συναντάται σε δάση από κωνοφόρα, βελανιδιές, καστανιές, ελιές, αμυγδαλιές, κ.ά. Είναι κοινωνικό ζώο και ζει κατά ομάδες. Γεννάει δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη και μία το φθινόπωρο, από ένα έως και επτά μικρά. Δεν πέφτει σε χειμερία νάρκη. Τρέφεται κυρίως με ελιές, κάστανα, αμύγδαλα, καρύδια και βελανίδια, αλλά και βλαστούς και φύλλα διαφόρων φυτών. Στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας έχει καταχωρηθεί στα τρωτά είδη, ενώ προστατεύεται από την Ελληνική νομοθεσία.
Δακτυλιώσεις Πουλιών
Πολλά πουλιά μεταναστεύουν δύο φορές το χρόνο από τη βόρεια Ευρώπη προς την Αφρική για να ξεχειμωνιάσουν και να φωλιάσουν σε ιδανικές, για αυτά, περιοχές. Οι δρόμοι που ακολουθούν είναι καθορισμένοι και χρησιμοποιούν μεταναστευτικούς σταθμούς σε ολόκληρο το ταξίδι τους για να τραφούν και να ξεκουραστούν, ώστε να είναι σε θέση να συνεχίσουν. Τρεις είναι οι σημαντικότεροι μεταναστευτικοί διάδρομοι που ακολουθούν τα πουλιά πετώντας πάνω από την Ελλάδα. Ο «δυτικός διάδρομος» ακολουθεί τη δυτική ακτογραμμή της Ελλάδας, από τα σύνορα με την Αλβανία μέχρι τη χερσόνησο της Μεθώνης και μετά συνεχίζει μέχρι το δυτικό άκρο της Κρήτης. Ο «κεντρικός διάδρομος» ξεκινάει από την κοιλάδα του Αξιού, συνεχίζει κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Θεσσαλίας και Εύβοιας, περνάει πάνω από τις Κυκλάδες και καταλήγει στο μέσο της Κρήτης. Ο «ανατολικός διάδρομος» εκτείνεται κατά μήκος ολόκληρης της μικρασιατικής ακτής, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων. Η δακτυλίωση είναι μία από τις επιστημονικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των άγριων πουλιών. Συγκεκριμένα, συγκεντρώνονται πληροφορίες σχετικά με τις μεταναστεύσεις και τις άλλες μετακινήσεις των πουλιών, τη διάρκεια ζωής τους, τη θνησιμότητα, τον ρυθμό ανάπτυξής τους, καθώς και τη σωματομετρία τους. Τοποθετώντας, στο πόδι ενός πουλιού, ένα δαχτυλίδι, το οποίο έχει χαραγμένο πάνω του έναν μοναδικό αριθμό, μπορούμε να αναγνωρίσουμε το συγκεκριμένο άτομο, σε περίπτωση που ξαναβρεθεί, νεκρό ή ζωντανό, σε οποιοδήποτε σημείο της γης. Η δακτυλίωση γίνεται από εκπαιδευμένα άτομα και μόνο εφόσον κατέχουν ειδική άδεια. Στην Ελλάδα, επί σειρά κάποιων ετών και μέχρι σήμερα, δακτυλιώσεις γίνονται στο δέλτα του Έβρου, στη Λέσβο, στα Αντικύθηρα, στην Κρήτη και στη Γαύδο. Όταν τα πουλιά συλληφθούν σε ειδικά δίχτυα, τα απελευθερώνουμε με εξαιρετική προσοχή και τους τοποθετούμε το δαχτυλίδι στο πόδι. Επίσης καταγράφουμε το είδος, το φύλο, την ηλικία του ατόμου, λαμβάνουμε μετρήσεις του σώματος και καταγράφουμε την κατάσταση του πτερώματος και του λίπους, κ.ά. Κατόπιν το άτομο απελευθερώνεται. Κάθε δαχτυλίδι έχει χαραγμένο πάνω του έναν μοναδικό αριθμό και μία διεύθυνση, στην οποία μπορεί να απευθυνθεί όποιος βρει το δαχτυλίδι αυτό. Στην Ελλάδα υπεύθυνος φορέας για τις δακτυλιώσεις πουλιών είναι το Ελληνικό Κέντρο Δακτυλίωσης Πουλιών. Τα ελληνικά δαχτυλίδια έχουν τη διεύθυνση του Ζωολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Απολιθώματα
Η ζωή του παρελθόντος μας έχει αφήσει μαρτυρίες. Αυτές οι μαρτυρίες λέγονται απολιθώματα και είναι η μόνη ασφαλή πηγή για την ανάπλαση του παρελθόντος. Τα απολιθώματα όμως δεν είναι εύκολο να βρεθούν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα απολιθώματα δεν είναι ορατά στην επιφάνεια. Στην περίπτωση των Βατερών, οι γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής υποδείκνυαν ότι η περιοχή κάποτε ήταν το δέλτα ενός ποταμού.